λαοξόος

λαοξόος
λαοξόος και λαξόος και λααξός και λαξός, ὁ (Α)
λιθοξόος, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + -ξόος (< ξέω), πρβλ. δορυ-ξόος, λιθο-ξόος. Ο τ. λαξόος < *λααξόος με συναίρεση. Ο τ. λααξός < λᾶας + -ξόος με συναίρεση τών δύο -ο- και ο τ. λαξός με συναίρεση και τών -α- και τών -ο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαοξόος — sculptor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοξόοι — λαοξόος sculptor masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοξόον — λαοξόος sculptor masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοξόους — λαοξόος sculptor masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοξόων — λαοξόος sculptor masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοξόῳ — λαοξόος sculptor masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PEIRA — Graece Πέτρα, veteri Graeciae, idem quod rupes. Theocritus, πέτρας ἀπόκομμ῾ ἀτεράμνω. At graeciae mediae idiotismus pro quolibet lapide usurpavit, etiam pro caementitio et οἰκοδομικῷ. Hinc Paulus Silentiarius ambonem Sanctae Sophiae ἕδος πετραῖον …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λααξός — λααξός, ὁ (Α) λαοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱας + ξός (< ξόος < ξέω), πρβλ. δορυ ξός, λινο ξός] …   Dictionary of Greek

  • λαξόος — λαξόος, ὁ (Α) βλ. λαοξόος …   Dictionary of Greek

  • λαξός — λαξός, ὁ (Α) βλ. λαοξόος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”